νεφραμιά

νεφραμιά
η
το τμήμα κρέατος σφαχτού που περιλαμβάνει τα νεφρά: Αγόρασα δύο κιλά νεφραμιά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • νεφραμιά — η 1. κομμάτι κρέατος, κυρίως από αρνί ή από κατσίκι, το οποίο περιέχει νεφρό 2. το τμήμα τής πλευράς ανθρώπου ή ζώου που αντιστοιχεί στην οσφυϊκή περιοχή και περιέχει τα νεφρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεφρό + αμιά] …   Dictionary of Greek

  • νεφρός — ο και νεφρό, το (ΑΜ νεφρός, Μ και νεφρό και νεφρόν, τὸ) βιολ. απεκκριτικό και ωσμωρρυθμιστικό όργανο τών σπονδυλοζώων και ορισμένων ασπονδύλων που διατηρεί την ισορροπία τού νερού και τών αλάτων και απεκκρίνει τα υποπροϊόντα τού μεταβολισμού από… …   Dictionary of Greek

  • ψαρονέφρι — το, Ν η σάρκα τών σφαγίων από τις δύο πλευρές τής σπονδυλικής στήλης κοντά στους νεφρούς, αλλ. ψάρι ή φιλέτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψάρι* (II) «φιλέτο από νεφραμιά» + νεφρό, ενώ, κατ άλλους, αντί ψαρονεύρι, κατ επίδραση τού νεφρό] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”